σαφηνιστικόν

σαφηνιστικόν
σαφηνιστικός
explanatory
masc acc sg
σαφηνιστικός
explanatory
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σαφηνιστικός — ή, ό / σαφηνιστικός, ή, όν, ΝΑ [σαφηνίζω] διευκρινιστικός, επεξηγηματικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo σαφηνιστικόν η διευκρίνιση …   Dictionary of Greek

  • τρανωτικός — ή, όν, Α [τρανῶ] αυτός που έχει την ιδιότητα να κάνει κάτι σαφές, διευκρινιστικός, διαφωτιστικός («σαφηνιστικὸν πάντων καὶ τρανωτικόν», Γρηγ. Ναζ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”